-
1 ἐξαμύνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμύνομαι
См. также в других словарях:
εξαμύνομαι — ἐξαμύνομαι (Α) αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» ν αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.) … Dictionary of Greek